Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Κάθε ψάρι, χίλιες σκέψεις.

  Κυριακή απόγευμα. Ο νοτιάς δεν επιτρέπει μακρινούς προορισμούς, οπότε η άγκυρα πέφτει μόλις 3 μίλια από το λιμάνι που έφυγα πριν λίγο. Ο στόχος άλλωστε δεν είναι το γέμισμα του ψυγείου αλλά το άδειασμα του μυαλού, άντε και να βγουν 4-5 λιανά για ένα φαγητάκι. Μοιραία οι απαιτήσεις έχουν πέσει, ακολουθώντας την απόδοση μου στις βουτιές λόγω αραιότερης επαφής. Φουνταρισμένος ακριβώς στο κέντρο του μικρού κολπίσκου που δημιουργεί το καβάκι που θα ψάρευα, ντύνομαι και γλιστράω στο νερό. Την στιγμή που το πρόσωπο βρέχεται και βλέπω το εθιστικό μπλε από τους στόχους αφαιρούνται ακόμα και τα λιανά. Η αίσθηση της πληρότητας ακόμα και αν δεν βγάλεις ψάρι σε αντίθεση με το ψαροντούφεκο που έχει ως αυτοσκοπό το ψάρι είναι αυτό που διαχωρίζει τους ψαροκηνυγούς σε δυο μεγάλες κατηγορίες. Χωρίς να θεωρώ καλύτερους τους μεν ή τους δε απλά εντάσσομαι – πλέον- στην πρώτη κατηγορία. Με προβλημάτιζει φυσικά μήπως η αυτοένταξη μου στην κατηγορία αυτή δεν είναι αποτέλεσμα της αλιευτικής μου ωρίμανσης αλλά ένας συμβιβασμός που προέκυψε από την αυτογνωσία της ψαρευτικής μου ανεπάρκειας.  
Το μεγάλο ψάρι λίγο πριν το ξύσιμο.
  Οι σκάροι πηγαινοέρχονται και το ρεματάκι είναι αρκετά αισθητό. Ένας ροφάκος γύρω στα 3 κιλά σε ένα χαράκι στα 4 μέτρα νερό μοιάζει με δώρο της θάλασσας που προσπαθεί να ξαναπροσυλητίσει τον χαμένο φανατικό της. Η βέργα δεν βρίσκει ποτέ το ψάρι και εγώ-ο τραγικά άστοχος-με μουτζώνω κυριολεκτικά υποβρυχίως, ξεχνώντας την πεποίθηση μου ότι -τάχα μου- βράχηκα μόνο για να βραχώ. Με την δικαιολογία ότι το νερό ιρίδιζε στο χαράκι που ήταν μέσα το ψάρι λόγω διαρροής γλυκών νερών, συνεχίζω το κολύμπι, απορώντας γιατί οι ροφοί αρέσκονται σε χαράκια και τρύπες που από αυτά εκρέει νερό από στεριανές πηγές. Η μαυρίλα σε τέτοιες εισόδους είναι χαρακτηριστική και το τέρμα της τρύπας δεν φαίνεται ποτέ. Η πρόσμιξη γλυκού νερού με το θαλασσινό προκαλεί αυτή την ιριδίζουσα εικόνα που κάνει αδύνατο να δεις στο εσωτερικό της τρύπας.
  Η σοδειά μου είναι επιεικώς απογοητευτική και οι ελπίδες για κάτι καλύτερο μηδαμινές μέχρι που μια στήρα 3 κιλά φαίνεται να αιωρείται μερικά μέτρα πιο βαθιά από την ρίζα του μονοπετρου που καρτερεύω. Αφήνω την σκιά του μονόπετρου και κάνω ανάδυση. Η καλή ορατότητα μου επιτρέπει οριακά να ακολουθώ από την επιφάνεια το ψάρι που ενοχλήθηκε από τον καθόλου αμελητέο όγκο μου που ανεβοκατέβηκε στον χώρο κυριαρχίας του, το οποίο μετά από πορεία 30 μέτρων χάνεται σε μια πλάκα. Χαλάρωση, κατάδυση, εύκολη βολή στα μούτρα του ψαριού που καθόταν ακάλυπτο στην σκιά της πλάκας και στην ίδια βουτιά η στήρα ανεβαίνει στην επιφάνεια. Στήρα στο πλανάρισμα είχα καιρό να πάρω. Τώρα ναι, είμαι πλήρης. Η απληστία, χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης μου, δεν συμφωνεί και τόσο. Έχω δύο σκάρους και σκέφτομαι ότι το ταψί που έχω παίρνει τέσσερις περίπου οπότε θέλω άλλους δύο για να είναι πλήρες και το πλακί στο φούρνο.
  Σε ένα ψευτοκάρτερο μια κίνηση ουράς που χάνεται σε ενα μικρό μονόπετρο. Γνώριμη φιγούρα. Βουτιά και ο ροφός φαίνεται στο βάθος με το κεφάλι να κοιτάει στο εσωτερικό. Την γλίτωσες λέω, και αναδύομαι θυμούμενος 2-3 ζόρικα ξεβραχώματα που είχα στην ψαροτουφεκάδικη καριέρα μου από επιπόλαιες βολές σε δύσκολα θαλάμια. Νομίζω η τελευταία φορά που χτύπησα άσχημα ροφό μέσα στο θαλάμι ήταν οκτω χρόνια πριν, μέρα που ορκίστηκα να βαράω μόνο ροφοκέφαλα που κοιτάνε έξοδο. Ακυρώνοντας ακόμα μια φορά τον ίδιο μου τον εαυτό ψάχνω καλύτερη οπτική για το ψάρι στις επόμενες βουτιές. Ο ροφός φαίνεται ολόκληρος από το σβέρκο και πίσω και σε σημείο αρκετά κοντά στην έξοδο. Μπα.. Δεν βαράω και ας φαίνεται εύκολος. Φεύγω. Μετά απο δέκα πεδιλιές ξαναγυρίζω πίσω. Θα τον χτυπήσω. Βουτιά και βολή με κατεύθυνση εγκέφαλο επιβεβαιώνοντας μου ότι στιγμιαία συμπεριφέρθηκα ως ανεγκέφαλος. Το ψάρι δεν κουνιέται παρόλο που πιάνω βέργα. Εγώ κρυώνω. Η ώρα έχει περάσει. Ήταν η τρίτη φορά στην ζωή μου που έβαλα μπαλόνι σε ψάρι. Ορκίστηκα και η τελευταία. 
  Φεύγω απογοητευμένος από τον εαυτό μου που υπέπεσε μετά από τόσα χρόνια σε ανήθικες –κατά την άποψη μου- συμπεριφορές απέναντι στην θάλασσα και τα ψάρια της. Το ψάρι αυτό βασανίζεται και η προσωπική έλλειψη καθαρής σκέψης και αυτοελέγχου φταίει για αυτό. Οι δικαιολογίες βέβαια πολλές. Έχω να πέσω καιρό, πίστευα ότι θα έβγαινε εύκολα, δεν είναι βαθιά και πάει λέγοντας. Κοινώς.. αηδίες στο τετράγωνο. Μάταιη μετάνοια.
  Δευτέρα απόγευμα. Οι ώρες στην δουλειά μοιάζουν με αιώνες μέχρι να σχολάσω. Το απόγευμα, περίπου 20 ώρες μετά την επιπόλαιη βολή, ρίχνω άγκυρα ακριβώς πάνω από το βραχωμένο ψάρι. Ντύσιμο και γλίστριμα στο νερό. Το μπαλόνι έχει ανέβει στα μεσόνερα και η ουρά του ροφού φαίνεται από την επιφάνεια να εξέχει απο το μονόπετρο. Βουτιά και φτάνοντας στην είσοδο της τρύπας το ψάρι είναι σχεδόν μισοπεθαμένο. Πριν κάνω το οτιδήποτε, στην ίδια βουτιά, βγάζω το μαχαίρι από την ζώνη και το λυτρώνω από το μαρτύριο που του προκάλεσα. Το χαμόγελο για το ψάρι, δεν είναι βαθύ, δεν κρύβει ουσιαστική ικανοποίηση. Νιώθω μια κενότητα, μια ανησυχία, ένα γαμώτο, μια ανάγκη, ένα κρίμα και μια επιθυμία.
  Αναζητώ εξιλέωση. Καθαρό ψαροντούφεκο. Αυτό θέλω. Ένα τίμιο καρτέρι απέναντι σε ένα ψάρι -ας είναι και σαργός- που ξεκάθαρα θα με πλησιάσει επειδή ταυτίστηκα με την υδρόβια φύση του ή ξεκάθαρα θα με αποφύγει επειδή δεν του ενέπνευσε ασφάλεια η παράταιρη με τον βυθό σιλουέτα μου.
  Πεντακόσια μέτρα πιο πέρα ρίχνω ξανά άγκυρα. Αριστερά ένας χοντρος μαύρος κάβος που έχει δυο καλα σημεία. Μια σαργοπλακα και λίγο πιο πέρα δυο μονόπετρα. Θυμάμαι την διαδρομή αυτή σαν να μην πέρασαν 18 χρόνια, τότε που χτύπησα εκεί τον πρώτο μου ροφό. Μαζί με τον μπαρμπα μου τον Γιώργο, τον αδερφό της μάνας μου, ο οποίος σήμερα κοντεύει τα 70 και ακόμα κάνει ψαροντούφεκάκι. Με ψαροσακούλα και χωρίς στολή. Ο ορισμός του απόλυτου χάσματος ψαροντουφεκάδικων γενεών σε όλο της το μεγαλείο. Η τρίαινα αντιμέτωπη με την ταιτιέν, η ψαροβελόνα με την ψαροσακούλα και πάει λέγοντας. Ανεκτίμητες εμπειρίες οι συζητήσεις μας γύρω απο το άθλημα. Το ψάρι τότε ήταν επτά περίπου κιλά και βγήκε με μια μόνο βολή στο ρουθούνι απο ενα αλουμινένιο 90άρι Βέλος με μονό λάστιχο. Διατομή φυσικά δεν ξέρω, τότε άλλωστε ψώνιζα λάστιχα με κριτήριο το χρώμα. Συνήθως έπαιρνα τα κίτρινα. Χάλασα δυο φωτογραφικά φιλμ και η αγωνία μέχρι να εμφανιστούν οι φωτογραφίες απερίγραπτη. Ωραίες αναμνήσεις. Εκτοτε κάθε φορά που θα περάσω απο εκεί θα κοιτάξω την σχισμή που ήταν το ψάρι ανάμεσα στους δυο βράχους. Ξανα και ξανά και ξανά. Πέρασαν 18 χρόνια και ποτέ όσες φορές και αν πέρασα από εκεί δεν είδα ξανά ροφό, κάνοντας με να πιστεύω πως τυχαία βρέθηκε τότε εκεί. Βέβαια όσο αστεία και αν είναι μια τρύπα που κάποτε ένας ψαροντουφεκάς έχει βγάλει κάποτε ψάρι, μου φαίνεται αδιανόητο να περάσει χωρίς να την κοιτάξει. Ετσι και εγω ακάθεκτος κάθε φορά έλπιζα να ξαναπιάσω έναν ροφό εκεί που έβγαλα τον πρώτο μου.
  Απο τα μεσόνερα το ψάρι φαίνεται ξεκάθαρα. Τρέλα. Ήρεμος έχει αράξει στο άνοιγμα. Η αρνητική πλευστότητα με οδηγεί πάνω του χωρίς να χρειάζεται να κουνήσω τίποτα και το όπλο είναι ήδη ευθυγραμισμένο με το κεφάλι του. Πάτημα σκανδάλης, υπόκωφος ήχος και το ψάρι πέφτει πλάγια. Λευκό απο την εγκεφαλική βολή ανασύρεται με το σχοινί στην επιφάνεια. Τόσο απλά. Με ένα αθόρυβο πλανάρισμα. Τόσο εύκολα. Τόσο καθαρά. Όμορφο ψάρι. Μεγάλο. Και όμορφα πιασμένο. Με καθαρό ψαροντούφεκο. Κλασική κραυγή χαράς στην επιφάνεια που όσα και ψάρια και να βγουν θα παραμείνει ο τρόπος εκτόνωσης των συναισθημάτων κάθε όμορφης σύλληψης. Μου φαίνεται θα συνεχίσω να κοιτάω το άνοιγμα μέχρι που θα φτάσω την ηλικία του μπάρμπα μου.

  Στο σκάφος χαζεύω το ψάρι και χαμογελάω πλήρης και ευτυχισμένος. Ντρέπομαι όταν ανοίγω το ψυγείο και βλέπω τον άλλον, τον ταλαιπωρημένο ροφό που άφησα μια μέρα να βασανίζεται. Ποτέ ξανά υπόσχομαι. Ποτέ μην λες ποτέ λένε.. Όπως είπα κάποτε, ποτέ ξανά μόνος και όμως μόνος ψαναψάρεψα. Όπως είπα ποτέ ξανά φωτογραφίες με θηράματα και τώρα καμαρώνω ποζάροντας κρατώντας δύο πτώματα. Το χειρότερο είναι πως ενώ κάνω αυτές τις σκέψεις συνεχίζω να φωτογραφίζομαι. Η ματαιοδοξία τελικά έχει μεγάλη δύναμη. Θέλω να κρατήσω την στιγμή. Αδυναμία. Ίσως και ανασφάλεια. Όσο και να θέλω να με πείσω ότι είμαι ηθικός απέναντι σε ψάρια και θηράματα δεν τα καταφέρνω απόλυτα. Εξαιτίας μια σκέψης. Ότι πάντα, όσο τίμια και αν φέρθηκα σε ένα ψάρι, όσο μάγκικα ή καθαρά και αν κατέληξε στην επιφάνεια, δεν παύει να το σκότωσα για να ικανοποιήσω, τις ομολογουμένως εξελιγμένες από τότε που ξεκίνησα να ψαρεύω, ανάγκες μου. Στην πορεία προτίμησα να συμπεριφέρομαι με όλο και περισσότερο σεβασμό στα ψάρια και την θάλασσα. Με ικανοποιούσε εσωτερικά. Απόλυτος σεβασμός όμως απέναντι σε ένα ψάρι από τον τρόπο που το σκοτώνεις δεν μπορεί να υπάρξει. Είναι αντιφατικό εξ’ ορισμού, αφού το σκοτώνεις. Το αποδέχομαι. Είμαι κάτι που υπερισχύει από οποιαδήποτε συμπεριφορά απέναντι στα ψάρια. Είμαι κυνηγός.

Καλές επιστροφές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου